ἀκατάφθορος

ἀκατάφθορος
ἀκατά-φθορος,
A unharmed, safe, SIG700.32 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακατάφθορος — ἀκατάφθορος, ον (Α) [καταφθείρω] αυτός που δεν έχει καταφθαρεί, δεν έχει καταστραφεί, άφθαρτος, σώος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”